Βελτίωση του υφιστάμενου δικαστικού ελέγχου της Συνταγματικότητας των Νόμων στην Ελληνική Επικράτεια έχοντας ως μέτρο σύγκρισης το αντίστοιχο Κυπριακό Δικαστικό Συνταγματικό Έλεγχο

Περίληψη

Η εργασία αυτή πραγματεύεται  τον τρόπο που θα μπορεί να γίνει ο  δικαστικός  έλεγχος της συνταγματικότητας  των νόμων πιο αποτελεσματικός στην Ελληνική Επικράτεια. Προτείνεται η πιο ενεργή συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας τόσο στο στάδιο πριν, όσο και μετά την ψήφιση ενός νόμου. Αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί μέσω της ίδρυσης ενός Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο θα δρα υπό τα πρότυπα του υφιστάμενου κυπριακού Ανώτατου  Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή

 1.1 Γενικός σκοπός εργασίας

Η εργασία αυτή αποτελεί μία κριτική-συγκριτική επισκόπηση ανάμεσα στην κυπριακή και την ελληνική έννομη τάξη σχετικά με τους μηχανισμούς που τα δύο αυτά κράτη χρησιμοποιούν ώστε να τελέσουν την καίρια λειτουργία κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία είναι η ενάσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Σκοπός της εργασίας είναι να προταθούν λύσεις ώστε να γίνει ο δικαστικός έλεγχος των νόμων πιο αποτελεσματικός και πιο έντονος εντός του διάχυτου συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων που εφαρμόζει η Ελληνική Επικράτεια. Κύρια πηγή σύγκρισης και έμπνευσης για την πρόταση αυτών των μεταρρυθμίσεων θα είναι οι διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και η νομολογία του Ανώτατου  της Δικαστηρίου.

 

1.2 Γιατί επιλέχθηκε η Κύπρος ως κράτος σύγκρισης

Τα δύο αυτά κράτη ακολουθούν διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης όπως και δικαίου. Η Ελληνική Επικράτεια ακολουθεί το ηπειρωτικό σύστημα δικαίου, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το ρωμαϊκό δίκαιο, του οποίου έπειτα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ως προς την εξέλιξη του  κράτη όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Από την άλλη πλευρά, η Κυπριακή Δημοκρατία στο μεγαλύτερο της εύρος ακολουθεί το δίκαιο της Κοινοπολιτείας. Εξαίρεση αποτελεί το διοικητικό δίκαιο, το οποίο έχει επηρεαστεί έντονα από τις αποφάσεις του ΣτΕ και του γαλλικού δικαίου. Παρά όμως τις  πολλές διαφορές τους και τα δύο συστήματα εφαρμόζουν κατά κύριο λόγο διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, με την Κύπρο όμως να εμπίπτει σε ένα μεικτό σύστημα συγκεντρωτικού και διάχυτου ελέγχου, καθώς διαθέτει Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο που διαθέτει η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ομοιάζει πλήρως με τα αντίστοιχα Συνταγματικά Δικαστήρια που συναντά κανείς στα κράτη που ασκούν συγκεντρωτικό έλεγχο της Συνταγματικότητας των νόμων και άρα έχουν Συνταγματικά Δικαστήρια.

Είναι γεγονός ότι οι αυθεντίες του δημοσίου δικαίου της Ελλάδος,τίθενται κατά της ίδρυσης και λειτουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου. Προβάλλουν ως κύριο επιχείρημα ότι θα υποσκάψει το διάχυτο χαρακτήρα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και πως θα πολιτικοποιήσει το σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης. Τα επιχειρήματα αυτά είναι βάσιμα αν επιδιώκεται ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά πιστή αντιγραφή του γαλλικού ή του γερμανικού νομικού συστήματος. Δεν θα ισχύσει αυτό αν βασικός μοχλός έμπνευσης και καθοδήγησης για την θέσπιση Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελέσει το υφιστάμενο της Κύπρου. Στην εργασία μου θα εξηγήσω τα οφέλη της αντικατάστασης του υφιστάμενου Α.Ε.Δ με ένα Συνταγματικό Δικαστήριο και τους λόγους που το ΑΕΔ,υπό τη τωρινή του  μορφή είναι ελαττωματικό και ελλιπές.

Βέβαια, ο δικαστικός έλεγχος δεν θα γίνει πιο αποτελεσματικός μόνο μέσω της ίδρυσης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου. Θα πρέπει εξίσου να υιοθετήσει η ελληνική έννομη τάξη το σύστημα της αναφοράς ενός νομοθετήματος, πριν την ψήφιση του από τον Πρωθυπουργό προς το συσταθέν Συνταγματικό Δικαστήριο σε περίπτωση που ο ίδιος κρίνει ότι θα πρέπει να λάβει την διαβούλευση του. Για αυτό το ζήτημα, όπως και για τις εξουσίες που θα έχει το Συνταγματικό Δικαστήριο στην ελληνική έννομη τάξη θα γίνει διεξοδικά ανάλυση στα κεφάλαια του άρθρου.

Επομένως, η δομή του άρθρου θα έχει ως εξής: Αρχικά,θα γίνει μία συγκριτική ανασκόπηση της φιλοσοφίας που διέπει τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τις τάσεις γύρω από αυτόν.Ύστερα,θα γίνει χωριστή ανάλυση των βασικών σημείων του δικαστικού ελέγχου στα δύο υπό μελέτη κράτη. Θα δοθεί έμφαση στον λόγο που η πλειοψηφία των συνταγματολόγων της ελληνικής έννομης τάξης εμμένουν στην διατήρηση του status quo του ελέγχου και  ποια είναι τα επιχειρήματα που προβάλουν προς υποστήριξη των θέσεων τους. Παράλληλα, θα επιδιώξω να κάμψω τις αμφιβολίες και τις αμφισβητήσεις αυτών των θέσεων, φέρνοντας ως παράδειγμα το πετυχημένο μοντέλο της κυπριακής έννομης τάξης, όπου οι αυξημένες αρμοδιότητες που είχαν δοθεί εξ αρχής, από την ίδρυση του κράτους, στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, όχι μόνο δεν έκαμψαν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αντιθέτως εγγυήθηκαν την απρόσκοπτη λειτουργία της. Σε αυτό το άρθρο θα υποστηριχθεί η ανάγκη να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος των ψηφισμένων νόμων της Βουλής ακόμη και πριν την έκδοση τους. Θα παρατεθούν τα οφέλη αυτής της ενέργειας,σε αντιδιαστολή με την τωρινή κατάσταση όπου ο οποιοσδήποτε δικαστικός έλεγχος πριν την δημοσίευση ενός νόμου είναι απών.

 

1.3 Νομικοί Επιστήμονες βάσει των οποίων  θεωρημάτων  θα βασιστεί το άρθρο.

Όσο αφορά την μελέτη γύρω από το ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, πηγή μελέτης θα αποτελέσουν τα άρθρα του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα αυτά που σχετίζονται τον δικαστικό έλεγχο στην διαπίστωση της συνταγματικότητας των νόμων. Επίσης, θα παρατεθούν απόψεις καταξιωμένων ακαδημαϊκών, όπως ο κος. Μανιτάκης, Βενιζέλος και η κυρία Ηλιοπούλου μεταξύ άλλων.

Για το Κυπριακό Δίκαιο, λόγω της φύσης και της δομής αυτού του δικαίου και της σημαντικής θέσης που κατέχει σε αυτό η νομολογία του Ανώτατου Δικαστήριου, θα αντλήσουμε πολλές πληροφορίες και θα λάβουμε πολλές απαντήσεις για το πως εφαρμόζεται ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από την μελέτη προηγούμενων αποφάσεων. Εξίσου, θα ανατρέξουμε όποτε χρειαστεί στο κείμενο του Συντάγματος.

Κεφάλαιο 2

2.1.Εισαγωγή

Σε αυτό το κεφάλαιο αρχικά θα γίνει μία σύντομη αναφορά στην διάκριση των εξουσιών. Έπειτα θα γίνει γενικά αναφορά στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων σε προληπτικό επίπεδο από πλευράς Κύπρου και Ελλάδος. Ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να καταδείξουμε ότι παρά το γεγονός ότι η φιλοσοφία που ακολουθείται στα δύο κράτη για την διασφάλιση της διάκρισης των εξουσιών είναι παρόμοια, εντούτοις η ενίσχυση από πλευράς δικαιωμάτων που παρέχει το κυπριακό νομικό σύστημα στην δικαστική εξουσία διασφαλίζει σε μεγαλύτερο βαθμό την συνταγματικότητα των νόμων ήδη από το προληπτικό στάδιο εξέτασης τους. Το κάθε μέρος των άνω προαναφερόμενων θα χωριστεί σε χωριστά υποκεφάλαια.

2.2 Ο θεσμός της διάκρισης των εξουσιών και η σημασία που προσδόθηκε σε αυτόν από την ελληνική και την κυπριακή έννομη τάξη.

<<Ανέκαθεν θεωρήθηκε ότι για την καλή άσκηση της πολιτικής εξουσίας πρέπει οι τρεις αυτές λειτουργίες της να ασκούνται από διαφορετικούς φορείς. Άλλοι να νομοθετούν, άλλοι να εκτελούν τους νόμους διοικώντας την πολιτεία και άλλοι να εκτελούν τους νόμους δικάζοντας>>[1]

Στο άνω απόσπασμα το οποίο έχει αντληθεί από το βιβλίο του συνταγματολόγου κου. Τσάτσου αποτυπώνεται λιτά και περιεκτικά η θέση της ελληνικής έννομης τάξης σχετικά με την αυστηρή διάκριση των εξουσιών. Συμπεραίνεται από τα πιο πάνω ότι αυτή πρέπει να είναι διάχυτη. Το γεγονός αυτό αποσαφηνίζεται και στο άρθρο 93 παρ.4 του Ελληνικού Συντάγματος.[2]Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αναγράφεται στο άρθρο 26 του Ελλ.Συντάγματος. Πρόκειται για άρθρο βαρυσήμαντο για την οργάνωση της πολιτείας,καθώς θεωρείται ότι αποτελεί την οργανωτική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος[3]

Παρόμοιο στόχο αυστηρής διάκρισης των εξουσιών παρουσιάζει και η Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό των προεδρικών συστημάτων διακυβέρνησης να επιδιώκουν την αυστηρή διάκριση των εξουσιών, μεταξύ της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας.[4]Στην κυπριακή νομολογία καθοδηγητική απόφαση θα λέγαμε ότι είναι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων(1994)3 Α.Α.Δ 93. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε πως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει την άσκηση ή ανάληψη εξουσίας η οποία είναι εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας της κάθε μία από τις τρεις πολιτειακές εξουσίες. Σχετικά με το διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ας αναφερθεί η απόφαση στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων,Αναφορά Αρ.2/2017, ημερ. 5.2.2018 όπου αναφέρθηκε ότι το να είναι διάχυτη η διάκριση των εξουσιών στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει πολλές φορές αναγνωριστεί από τα Δικαστήρια ως ύψιστης  σημασίας πολιτειακή λειτουργία.

Ας αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν μπορεί να ανευρεθεί σε συγκεκριμένο άρθρο εντός του Κυπριακού Συντάγματος, αλλά είναι διάχυτη.[5]

2.3 Ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελληνική και Κυπριακή έννομη τάξη και ο ρόλος των δικαστηρίων στην απονομή αυτού:  Επεξήγηση της ανυπαρξίας του προληπτικού δικαστικού ελέγχου στην ελληνική έννομη τάξη

Αρχικά θα ξεκινήσουμε κάνοντας αναφορά στον τρόπο που ασκείται ο προληπτικός έλεγχος στην Ελληνική Επικράτεια. Εδώ βλέπουμε πως ο προληπτικός έλεγχος αποτελεί αποκλειστικό μέλημα της νομοθετικής εξουσίας, καθώς κρίνεται η μόνη αρμόδια για την άσκηση αυτού του και ουδεμία εμπλοκή έχει η δικαστική εξουσία. Αυτή η αποκλειστική εξουσία που δίδεται στην Βουλή ενώ παράλληλα δεν δίδεται καμία εξουσία για δράση από πλευράς των δικαστών έχει τη βάση στη νομική παράδοση της χώρας η οποία κατατάσσει την νομοθετική εξουσία ως εξουσία η οποία υπερέχει έναντι της εκτελεστικής και της δικαστικής.[6][7].

2.4 Καταληκτικά Συμπεράσματα για το άνω ζήτημα του προληπτικού ελέγχου στην Ελλάδα

Είναι γεγονός ότι αυτή αντίληψη συνέβαλε στην μη συμμετοχή του Δικαστηρίου στον προληπτικό έλεγχο των νόμων. Σε αντίθεση με άλλα κράτη της Ε.Ε, στην Ελλάδα δεν προβλέπεται η διαδικασία προληπτικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός έλεγχος προβλέπεται μόνο για τα κανονιστικά διατάγματα από το ΣτΕ. Αυτό σημαίνει ότι εξίσου ο δικαστικός έλεγχος συμφωνιών και τροποποιητικών Συνθηκών της Ε.Ε δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την κύρωση τους.

Άρα, εν κατακλείδι τα ελληνικά δικαστήρια, σε αντίθεση με τα δικαστήρια της Κύπρου αλλά και άλλων κρατών-μελών, δεν τους παρέχεται η ευκαιρία να γνωμοδοτήσουν για το αν συμφωνούν αυτές οι Συνθήκες με το Σύνταγμα προτού αυτές κυρωθούν, αλλά μόνο αφότου επέλθει η κύρωση τους.[8]

2.5 Προληπτικός δικαστικός έλεγχος στην κυπριακή έννομη τάξη:

Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ελλάδος, στηνΚύπρο, μέσω του άρθρου 149 του Κυπριακού Συντάγματος, όλες οι συνταγματικές διατάξεις υπάγονται σε δικαστικό έλεγχο.[9]. Επίσης μέσω της μελέτης των διατάξεων του Συντάγματος καθίσταται σαφές ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι προληπτικός και κατασταλτικός,με τα δικαστήρια να διαθέτουν την εξουσία να ελέγχουν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις την συνταγματικότητα των νόμων. Η καθιέρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, τόσο του δικαστικού όσο και του νομοθετικού, επήλθε με αφορμή την ιστορική πλέον απόφαση Attorney General v Mustafa Ibrahim and others (1964) C.L.R 195.[10]

 2.6 Άσκηση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην πράξη

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει την πλήρη και την μόνη αρμοδιότητα να ασκεί τον εν λόγω προληπτικό έλεγχο[11].Ασκείται μέσω του δικαιώματος αναφοράς το οποίο επιφυλάσσεται αποκλειστικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.[12]Δηλαδή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραπέμπει τον ψηφισμένο νόμο στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο και καλείται να αποφανθεί για την συνταγματικότητα ή μη του νόμου. Σε περίπτωση που κρίνει αρνητικά περί αυτής, τότε εξίσου ο νόμος δεν θα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ως εκ τούτου δεν θα αποκτήσει νομική ισχύ.[13] Αυτή η διαδικασία έχει κριθεί στην απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ 1429 ότι συνδέεται άμεσα με το αναγκαίο επίπεδο θεσμικών ισορροπιών και αλληλοελέγχου των εξουσιών.

2.7 Συμπέρασμα

Παρέχεται η δυνατότητα για μία ακόμη δικλίδα ελέγχου από πλευράς του Κυπριακού νομικού συστήματος, δυνατότητα η οποία δεν παρέχεται στο Ελληνικό.

 Κεφάλαιο 3

3.1 Εισαγωγή

Θα εξεταστεί ο τρόπος που εφαρμόζεται ο κατασταλτικός έλεγχος των νόμων από πλευράς των Δικαστηρίων τόσο στην ελληνική, όσο και στην κυπριακή έννομη τάξη. Σκοπός της ανάλυσης είναι να ανευρεθούν τα <<μελανά>> σημεία του και πως αυτά μπορούν να βελτιωθούν με την ίδρυση στην Ελληνική Επικράτεια ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο όμως θα ομοιάζει σε ύψιστο βαθμό με αυτό της Κύπρου. Δηλαδή, δεν θα έχουμε ως σημείο αναφοράς το τυπικό Συνταγματικό Δικαστήριο,όπως αυτό λειτουργεί στις χώρες  της Ε.Ε οι οποίες ασκούν συγκεντρωτικό συνταγματικό έλεγχο.

 

3.2 Ο τρόπος εφαρμογής του  συνταγματικού ελέγχου αφότου έχει τεθεί σε ισχύ, από πλευράς των ελληνικών δικαστηρίων και ο τρόπος βελτίωσης του υφιστάμενου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης:

Στην Ελλάδα εφαρμόζεται ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας με τον εξής τρόπο: Βάσει του άρθρου 93 παρ.4,ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι δίαχυτος. Ως εκ τούτου, παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης της συνταγματικότητας του από όλα τα δικαστήρια. Ως πλεονέκτημα αυτού του συστήματος η αμεσότητα και η καθαρή ματία που έχει αποκτήσει ο δικαστής σχετικά με τα ζητήματα της υπόθεσης. Ως μειονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι υπάρχει η πιθανότητα ο δικαστής να μην διαθέτει την απαραίτητη πείρα για να αποφανθεί κατάλληλα για τα αναφυόμενα ζητήματα συνταγματικότητας του νόμου.[14]

Βέβαια, η δεσμευτικότητα της εκδιδόμενης απόφασης δεν έχει τον χαρακτήρα ergaomnes αλλά interpartes. Παρόλο που βάσει του αρ.93 του Συντάγματος προκύπτει πως ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι διάχυτος, κατασταλτικός,παρεμπίπτων και διαπιστωτικός,  πράγμα που σημαίνει ότι τα  Δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόσουν νόμο του οποίου το περιεχόμενο αντίκειται στο γράμμα του Συντάγματος[15], παρόλα αυτά,  τα Δικαστήρια δεν διαθέτουν την εξουσία να ακυρώσουν έναν νόμο ως αντισυνταγματικό. Αυτό συμβαίνει διότι τα Δικαστήρια όταν διαπιστώσουν την αντίθεση του νόμου με το Σύνταγμα, μπορούν μόνο να προβούν στον παραμερισμό του εν λόγω νόμου, με το να μην εφαρμοστεί στην εν λόγω απόφαση.[16]Συνεπώς, η εκδιδόμενη απόφαση  έχει έννομες συνέπειες μόνο για την υπό μελέτη υπόθεση και όχι καθολικές συνέπειες για μετέπειτα ή παρόμοιου τύπου υποθέσεις που τυχόν να ξανακληθεί να εκδικάσει το εν λόγω δικαστήριο. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι συγκεκριμένος και αφορά μόνο τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και δη της επίδικης διαφοράς. Για αυτό εξάλλου η δικαστική κρίση σχετικά με την αντισυνταγματικότητα νόμου ή διάταξης περιέχεται στο σκεπτικό της απόφασης,αλλά όχι στο διατακτικό της, καθότι αν μπορούσε να αναγραφεί στο διατακτικό θα παρήγαγε δεδικασμένο.[17]

 

3.3Η συγκρότηση,ο ρόλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και ο περιορισμός επί των εξουσιών του που τίθενται από την ελληνική έννομη τάξη:

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει την αποκλειστική εξουσία να κηρύξει έναν νόμο ως αντισυνταγματικό προχωρώντας στην ακύρωση του. Για να αποφασίσει περί της μη συνταγματικότητας ενός νόμου, θα πρέπει πρώτα να έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ,του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.[18]Διάταξη νόμου, την οποία το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κήρυξε ως αντισυνταγματική, χάνει την ισχύ της από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίστηκε στην υπόθεση[19]. Συγκροτείται από δάνειους δικαστές οι οποίοι προέρχονται από τα ανώτατα δικαστήρια των κοινών δικαιοδοσιών.

Λόγω της άνω πρόβλεψης από το Σύνταγμα ώστε να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του ΑΕΔ, μόνο αν πρώτα εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις για την ίδια νομοθετική διάταξη από όλα τα ανώτατα  δικαστήρια της χώρας, η δυνατότητα προσφυγής στο Α.Ε.Δ και κατά συνέπεια, η πιθανότητα της κήρυξης ενός νόμου ως αντισυνταγματικού είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Αυτό διότι τα τρία αυτά δικαστήρια άπτονται στην κορυφή διαφορετικών δικαιοδοσιών. Οπότε, είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου θα κληθούν να εφαρμόσουν ίδιο νόμο[20]

Η διαδικασία εξηγείται στο αρ.48 παρ.2 ν.345/1976. Αναφέρεται πως όταν το δικαστήριο κλίνει ως προς το να εκδώσει οριστική απόφαση σχετικά με την συνταγματικότητα ενός νόμου, η οποία αποκλίνει από την κρίση συνταγματικότητας για την ίδια διάταξη, την οποία είχε διαπιστώσει σε προτέρα απόφαση του ένα άλλο ανώτατο δικαστήριο, τότε υποχρεούται, βάσει του προαναφερόμενου άρθρου, να αναστείλει τη δίκη που διεξάγεται ενώπιον του και να παραπέμψει το ζήτημα της συνταγματικότητας στο Α.Ε.Δ. Επιπρόσθετα, όλα τα δικαστήρια που καλούνται να εφαρμόσουν σε εκκρεμείς υποθέσεις την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, έχουν την υποχρέωση αναστολής ή αναβολής της έκδοσης οριστικής απόφασης, για όσο εκκρεμεί η αμφισβήτηση στο Α.Ε.Δ.

3.4 Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αφότου έχουν τεθεί σε εφαρμογή,όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο:

Το όργανο το οποίο έχει κατά κύριο λόγο επιφορτιστεί την ευθύνη να κρίνει για θέματα συνταγματικότητας των νόμων είναι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.Όπως αναφέρεται στο αρ.144 του Συντάγματος, κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας μπορεί να παραπέμψει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το εκδικάζον Δικαστήριο δεν έχει συνεπώς το δικαίωμα να δράσει αυτεπάγγελτα προς τούτο το ζήτημα. Χρήσιμη  για την κατανόηση του εύρους και της σημασίας της εξουσίας του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, προσφυγή 4/2021,24/01/2022. Μεταξύ άλλων, λέχθηκε πως το αρ.139 του Συντάγματος δίδει την αρμοδιότητα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα σχετικά με κάθε προσφυγή που αφορά σε σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας η οποία εγείρεται μεταξύ οποιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας.

Η διαδικασία έχει ως εξής: Σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης οι διάδικοι μπορούν να θέσουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας ενός νόμου. Εφόσον το εκδικάζον δικαστήριο κρίνει ότι τίθεται βάσιμο ζήτημα αντισυνταγματικότητας, παραπέμπει το ζήτημα για εξέταση στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως ότου δοθεί απάντηση περί συνταγματικότητα ή μη του προσβαλλόμενου νόμου, η δίκη διακόπτεται. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τις εξής επιλογές: Να αποφανθεί το ίδιο περί του ζητήματος, ή να επιτρέψει στο παραπέμψαν δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος. Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι δεσμευτική και δεν επιδέχεται περαιτέρω προσφυγής ή επανανοίγματος.

Επίσης αυτό που εξετάζεται δεν είναι η ουσία της υπόθεσης,ούτε η ουσία του νόμου. Το μόνο στοιχείο που εξετάζεται είναι η συνταγματικότητα της νομοθετικής πρόνοιας αυτής καθ`αυτής.[21]. Ακριβώς λόγω της ακυρωτικής εξουσίας που διαθέτει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υπό την έννοια ότι η απόφαση του περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου τον ακυρώνει αυτόματα στην ολότητα του,έχει την πρακτική να μην προβεί στην κήρυξη καμίας νομοθετικής πρόνοιας ως αντισυνταγματικής, εκτός αν αυτή διαφαίνεται ως αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

3.5 Γιατί το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι πιο λειτουργικό από το αντίστοιχο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και γιατί επείγει η ανάγκη για ίδρυση στην Ελληνική Επικράτεια ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου:

Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των Ελλήνων συνταγματολόγων δεν είναι φιλικά προσκείμενη προς την θέσπιση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ως μέτρο σύγκρισης προβάλλονται τα αντίστοιχα Συνταγματικά Δικαστήρια που απαντώνται σε ευρωπαϊκά κράτη, πλην όμως της Κύπρου, η οποία είναι η πιο κατάλληλη για να τεθεί ως παράδειγμα. Το κυπριακό Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Συνταγματικά Δικαστήρια που ασκούν συγκεντρωτικό έλεγχο, δεν έχει δικαστές οι οποίοι διορίστηκαν από την  πολιτική εξουσία. Η δικαστική εξουσία είναι αμερόληπτη και ανεξάρτητη καθώς οι δικαστές διορίζονται από  Δικαστικό Σώμα το οποίο είναι ανεξάρτητο. Έτσι,αποφεύγεται η <<πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης>>, πράγμα που αποτελεί και την κύρια ένσταση που προβάλουν συνταγματολόγοι και ακαδημαϊκοί για την μη ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηριου[22].

Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα βελτιώσει τα ελαττώματα του διάχυτου δικαστικού ελέγχου όπως αυτός εφαρμόζεται σήμερα. Πλέον, δεν θα βλέπουμε να πλανώνται δια παντός μετέωρες και αναπάντητες αμφιβολίες για την συνταγματικότητα διάταξης νόμου,καθότι πλέον η συνταγματικότητα της διάταξης ή του νόμου θα κρίνεται με τρόπο οριστικό και τελεσίδικο, με την δικαστική κρίση να παράγει έννομα αποτελέσματα, όχι μόνο inter partes. Η δεσμευτικότητα σε βαθμό απλώς inter partes είχε το μεγάλο μειονέκτημα της διχογνωμίας. Αυτό συμβαίνει επειδή από την στιγμή που η απόφαση είναι δεσμευτική μόνο για την εκδικαζόμενη υπόθεση,επομένως η ίδια νομοθετική διάταξη ενδέχεται να κριθεί από άλλο δικαστήριο με τρόπο διαφορετικό. Έτσι, θα εκδοθούν αποφάσεις αντιφατικές μεταξύ τους για την ίδια διάταξη.

 3.6 Συμπέρασμα κεφαλαίου

Το κυπριακό νομικό σύστημα μέσω του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου διασφαλίζει τον περιορισμό στο μέγιστο της έκδοσης από τα δικαστήρια, για την ίδια νομοθετική διάταξη, την  επικράτηση διαφορετικών συνταγματικών ερμηνειών. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι εντεταλμένο να ερμηνεύει το Σύνταγμα κατά τρόπο οριστικό, όπως συνάμα και αποκλειστικό. Μπορεί να υπάρξει καλύτερη εγγύηση ασφάλειας δικαίου από την παραπάνω;

Πόσο μάλλον όταν γίνεται λόγος για ένα κράτος, όπως το κυπριακό το οποίο διατηρεί στην ολότητα του τον διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ενώ την ίδια στιγμή δίδει την εξουσία αυτή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να ασκεί συγκεντρωτικό έλεγχο[23].

Συμπεράσματα

Η ελληνική έννομη τάξη θα μπορεί να συμμορφωθεί ακόμη πιο αποτελεσματικά με τις επιταγές ενός κράτους δικαίου αν δώσει περισσότερη έμφαση στην ανάμειξη της δικαστικής εξουσίας, τόσο κατά το στάδιο του προληπτικού ελέγχου, όσο και κατά τη φάση του κατασταλτικού. Αυτό θα επιτευχθεί,αν ιδρυθεί κατά το κυπριακό πρότυπο, ένα Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αυτό θα είναι επιφορτισμένο με την άσκηση προληπτικού ελέγχου, όταν αυτό του ζητηθεί από εκτελεστική εξουσία και δη από τον Πρωθυπουργό, όπως εξίσου θα ασκεί κατασταλτικό έλεγχο των νόμων.

Η συμμετοχή του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά τον προληπτικό έλεγχο θα εγγυηθεί ότι οι ψηφισμένοι νόμοι περνούν από μία ακόμη δικλίδα ασφαλείας, καθώς ελέγχεται η συνταγματικότητα τους προτού τεθούν σε εφαρμογή. Αντίστοιχα,το βασικό ζήτημα που επιλύεται με την ίδρυση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι  ότι κατά τη διάρκεια του κατασταλτικού ελέγχου θα μπορούν να λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες θα είναι οριστικές και αμετάκλητες, οι οποίες θα έχουν πλήρη δεσμευτικότητα για όλα τα υπόλοιπα δικαστήρια της ελληνικής έννομης τάξης. Με αυτόν τον τρόπο,αποφεύγεται η ύπαρξη και η εκτέλεση αποφάσεων από τα ίδια ή και από διαφορετικά μεταξύ τους δικαστήρια, οι οποίες είναι  αντιφατικές ή/και διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ισχύ μία αντισυνταγματική νομοθετική διάταξη.

Βιβλιογραφία

 1)Α.Μαντιτάκης(2004)<<Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο>>τομ.1, Εκδόσεις Σάκκουλα.

1)Ηλιοπούλου-Στράγγα(2018)<<Γενική Θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων>>,Εκδόσεις Σάκκουλα.

2)Καϊδατζής, (2016) <<Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα(1844-1935)>>Εκδόσεις Σάκκουλα

3)Λοττίδης(2009)<<<<Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας,η πολυπλοκότητα του και η ανεπιτυχής προσπάθεια αναθεώρησης του,το 1963,2009>>,EκδόσειςΣάκκουλα.

4)Α.Μαντιτάκης(2004)<<Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο>>τομ.1, Εκδόσεις Σάκκουλα.

5)Παππαδούκας<<Αρχαί του Συνταγματικού Δικαίου,1848,Αρχεία Βιβλιοθήκης Ε.Κ.Π.Α

4)Τσάτσος (2000)<<Πολιτική Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας,Κεφάλαιο 4.2>>,Εκδόσεις Φίλων.

5)Τζιβαράς(2010)<<Συγκριτική Επισκόπηση Ελληνικού και Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου>>,Εκδόσεις Σάκκουλα.

6)Τορναρίτης(1982)<<Το Πολιτειακόν Δίκαιον της Κυπριακής Δημοκρατίας>>,Κέντρο Επιστημονικών Μελετών,Πηγαί και Μελέται της Κυπριακής Ιστορίας.

 

Κυπριακή Νομολογία

  • Attorney General v Mustafa Ibrahim and others(1964) C.L.R 195
  • Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων(1994)3 Α.Α.Δ 93
  • Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων,Αναφορά Αρ.2/2017,ημερ.5.2.2018.
  • Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων(1985)3 Α.Α.Δ 1429
  • Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν.Βουλή των Αντιπροσώπων,προσφυγή 4/2021,24/01/2022
  • ΙΩΑΚΕΙΜ ν ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.190/2019,28/01/2022.

[1]Τσάτσος<<Πολιτική Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας,Κεφάλαιο 4.2>>,Εκδόσεις Φίλων,2000.

[2]Αρ.93 παρ.4 Ελληνικού Συντάγματος<<Αναφέρει ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι διάχυτος>>(περαιτέρω ανάλυση αυτού του ζητήματος θα γίνει στο Κεφ.3 της εργασίας).

[3]Ι.Τζιβάρας<<Συγκριτική Επισκόπηση Ελληνικού και Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου>>,σελ.67,Εκδόσεις Σάκκουλα,2010.

[4]Χ.Λοττίδης<<Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας,η πολυπλοκότητα του και η ανεπιτυχής προσπάθεια αναθεώρησης του,το 1963,2009>>,σελ.24,Εκδόσεις Σάκκουλα,2009.

[5]Τορναρίτης<<Το Πολιτειακόν Δίκαιον της Κυπριακής Δημοκρατίας>>,σελ.27,Κέντρο Επιστημονικών Μελετών,Πηγαί και Μελέται της Κυπριακής Ιστορίας,1982.

[6]Καϊδατζής<<Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα(1844-1935),σελ.51,Εκδ.Σάκκουλα,2016.

[7]Παππαδούκας<<Αρχαί του Συνταγματικού Δικαίου,1848,σελ.173,Αρχεία Βιβλιοθήκης Ε.Κ.Π.Α

[8]Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα<<Γενική Θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων,2018,σελ.139-141 Εκδ.Σάκκουλα

Βασίστηκα πάνω στις σκέψεις της συγγραφέως για να γράψω και τις δύο παραγράφους του υποκεφαλαίου     2.3

[9]Αρ.149 Συντάγματος της Κύπρου.Για την ακρίβεια αναφέρεται στις αποκλειστικές δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

[10]Ι.Τζιβάρας<<Συγκριτική Επισκόπηση Ελληνικού και Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου>>, σελ.133, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010.

[11]Πλέον,ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων έχει μετατεθεί στο επανασυσταθέν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο,το οποίο επανατέθηκε σε λειτουργία με την τροποποίηση του 2022 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες διατάξεις) Νόμο στο άρθρο 9(2)(α).

[12]Αρ.140 Συντάγματος Κυπριακής Δημοκρατίας.

[13]Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων(1985) 3 ΑΑΔ 1429. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε ότι η έκδοση του νόμου ή απόφασης της Βουλής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ώστε να αποκτήσει νομική ισχύ.

[14]Χ.Λοττίδης<<Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας,η πολυπλοκότητα του και η ανεπιτυχής προσπάθεια αναθεώρησης του,το 1963,2009>>, σελ.137, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009

[15]Ι.Τζιβάρας<<Συγκριτική Επισκόπηση Ελληνικού και Κυπριακού Συνταγματικού Δικαίου>>, σελ.132, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010

[16]Α.Μανιτάακης<<Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τομ.1, σελ.455, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004

[17]Α.Μανιτάακης<<Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τομ.1, σελ.465, 466, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004

[18]Άρθρο 100.παρ.1 στοιχ`ε

[19]Άρθρο 100.παρ.4 εδ.β`

[20]Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα<<Γενική Θεωρία θεμελιωδών δικαιωμάτων, 2018, σελ.139-141, Εκδόσεις Σάκκουλα

[21]ΙΩΑΚΕΙΜ ν ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.190/2019, 28/01/2022.

[22]Α.Μανιτάακης<<Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τομ.1, σελ.445-448, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004

[23]Α.Μανιτάακης<<Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τομ.1, σελ.467-468, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004

 

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,